multiplicidad - ορισμός. Τι είναι το multiplicidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι multiplicidad - ορισμός


multiplicidad         
multiplicidad (del lat. "multiplicitas, -atis") f. Circunstancia de ser múltiple una cosa o de haber varias de ella. Diversidad, variedad.
multiplicidad         
multiplicidad         
sust. fem.
1) Calidad de múltiple.
2) Muchedumbre, abundancia excesiva de algunos hechos, especies o individuos.

Βικιπαίδεια

Multiplicidad
Multiplicidad puede hacer referencia a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για multiplicidad
1. Hogares monoparentales, DINKs (parejas sin hijos). Multiplicidad de roles.
2. Más allá del piquete, poseen una multiplicidad de emprendimientos productivos.
3. Tratamos con una multiplicidad de individuos para degustarlos fragmentariamente en aquellos aspectos que nos complacen, nos divierten o nos interesan.
4. "La multiplicidad de tareas hace que uno avance más lento, y multiplica la posibilidad de cometer errores", opina David E.
5. Desde siempre, la economía mercantil relativiza los bienes señalando su intercambiabilidad y el Bien, tolerando su multiplicidad.
Τι είναι multiplicidad - ορισμός